αμητηρ

αμητηρ
    ἀμητήρ
    -ῆρος (ᾱ) ὅ жнец Hom., Theocr.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αμητηρ" в других словарях:

  • αμητήρ — ἀμητὴρ ( ῆρος), ο (θηλ. ἀμήτειρα) (Α) [ἀμῶ] θεριστής …   Dictionary of Greek

  • ἀμητήρ — ἀ̱μητήρ , ἀμητήρ reaper masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμώ — (I) ἀμῶ ( άω) (Α) 1. (για τα γεννήματα) θερίζω, δρέπω, κόβω 2. (ενεργητικό και μέσο) κόβω 3. αποκομίζω, κερδίζω, απολαύω 4. κατασφάζω σε μάχη, «θερίζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα *∂2em (πρβλ. αρχ. γερμ. māen, αγγλοσαξ. māwan). Στον Όμηρο απαντούν… …   Dictionary of Greek

  • ἀμητῆρα — ἀ̱μητῆρα , ἀμητήρ reaper masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμητῆρας — ἀ̱μητῆρας , ἀμητήρ reaper masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμητῆρες — ἀ̱μητῆρες , ἀμητήρ reaper masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμητῆρι — ἀ̱μητῆρι , ἀμητήρ reaper masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμητῆρσι — ἀ̱μητῆρσι , ἀμητήρ reaper masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμητῆρσιν — ἀ̱μητῆρσιν , ἀμητήρ reaper masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμητήρων — ἀ̱μητήρων , ἀμητήρ reaper masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»